- φιλοθήρῳ
- φιλόθηροςfond of huntingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοθηρώ — έω, Α [φιλόθηρος] 1. είμαι φιλόθηρος, μού αρέσει το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω επίμονα να αποκτήσω κάτι («διάκενον δόξαν φιλοθηρεῑν», Κύριλλ.) … Dictionary of Greek